ἀσαπές

ἀσαπές
ἀσαπής
not decayed
masc/fem voc sg
ἀσαπής
not decayed
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κυδωνιά — (Cydonia). Γένος καρποφόρων δέντρων της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα) και κοινή ονομασία του μοναδικού είδους του, Cydonia oblonga, το οποίο ήταν παλαιότερα γνωστό και με τις ονομασίες Pyrus cydonia και Cydonia vulgaris. Πρόκειται για… …   Dictionary of Greek

  • λάριξ — (Larix). Γένος γυμνόσπερμων κωνοφόρων δέντρων της υποοικογένειας laricoideae, της οικογένειας pinacea. Το γένος λ. περιλαμβάνει 11 είδη, τα οποία απαντώνται στην Ευρώπη, στην Ασία και στη Βόρεια Αμερική. Είναι το μοναδικό κωνοφόρο των αλπικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”